ΣΤΕΙΛΤΕ ΜΑΣ EMAIL info@nosilia.org.gr
ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ 2102112395
ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ

Σακχαρώδης Διαβήτης

O Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) αποτελεί ένα από τα συχνότερα χρόνια νοσήματα. Σε επίπεδο νοσηρότητας, ο ΣΔ και οι επιπλοκές του ευθύνονται για μεγάλο αριθμό νοσηλειών και σοβαρή επιβάρυνση της ποιότητας ζωής των πασχόντων. Παράλληλα, εμφανίζει σαφώς αυξητική τάση κατά τις τελευταίες δεκαετίες .  Ιδιαίτερα ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι στην πρώτη έκδοση του Άτλαντα το 2000 ο εκτιμώμενος αριθμός των διαβητικών διεθνώς άγγιζε τα 151000000, στην τελευταία έκδοση η εκτιμώμενη επίπτωση των νοσούντων για το 2015 έφτασε τα 415.000.000, ενώ η εκτιμώμενη επίπτωση για το 2040 αγγίζει τα 642.000.000 ασθενείς παγκοσμίως.

Πρέπει να τονισθεί ότι ακόμη και στις αναπτυγμένες χώρες, ο ΣΔ τύπου 2 υποδιαγιγνώσκεται: έχει υπολογιστεί ότι το 24-62% των πασχόντων δεν γνωρίζουν τη νόσο και δε λαμβάνουν θεραπεία.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το ποσοστό του ΣΔ τύπου 2 ξεπερνά το 90% του συνόλου των διαβητικών .

Ο ΣΔ χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή έκκριση ινσουλίνης λόγω καταστροφής/εκφύλισης των β-κυττάρων του παγκρέατος ή/και αντίσταση στη δράση της ινσουλίνης στους ιστούς . Διακρίνεται κλασσικά σε τύπου 1 και τύπου 2 ,ενώ υπάρχουν και άλλες υποκατηγορίες. Ο ΣΔ τύπου 1 χαρακτηρίζεται από καταστροφή των β κυττάρων που συνήθως οδηγεί σε απόλυτη ένδεια ινσουλίνης και είναι ανοσολογικής αιτιολογίας ή ιδιοπαθής. Ο ιδιοπαθής τύπος παρουσιάζει σαφή κληρονομικότητα . Ο ΣΔ τύπου 2 χαρακτηρίζεται από αντίσταση στην ινσουλίνη με σχετική ανεπάρκεια ινσουλίνης έως κατεξοχήν μείωση στην έκκριση ινσουλίνης με αντίσταση σε αυτήν. Η μάζα των β-κυττάρων είναι μειωμένη κατά 40-60% του φυσιολογικού .

Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη ΣΔ 2 είναι:

  • η ηλικία άνω των 45 ετών
  • η αυξημένη τιμή δείκτη μάζας σώματος (BMI)
  • το οικογενειακό ιστορικό διαβήτη
  • η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας
  • η Εθνικότητα (κάτοικοι Ειρηνικού, Αφρικανικής καταγωγής Αμερικάνοι, Ισπανόφωνοι, ιθαγενείς).

 

Η διάγνωση του ΣΔ τίθεται όταν η τιμή του σακχάρου νηστείας (FPG) είναι ίση ή μεγαλύτερη από 126mg/dl ή όταν σε τυχαία μέτρηση η τιμή του σακχάρου είναι ίση ή μεγαλύτερη από 200mg/dl εφόσον συνοδεύεται από την κλασσική συμπτωματολογία του ΣΔ ή όταν η τιμή του σακχάρου δύο ώρες μετά τη χορήγηση 75 gr γλυκόζης είναι ίση ή μεγαλύτερη από 200mg/dl (OGTT) ή HbA1C μεγαλύτερη ή ίση από 6.5 εφόσον διενεργείται με DCCT μέθοδο αναφοράς πιστοποιημένη από το εθνικό πρόγραμμα τυποποίησης HbA1C (NGSP). Η OGTT (>200mg/dl) στις δύο ώρες θεωρείται ο «χρυσός κανόνας» (gold standard) για τη διάγνωση.

Τα συμπτώματα που οδηγούν στη διάγνωση του ΣΔ τύπου 1 είναι:

  • η πολυδιψία,
  • η ξηροστομία,
  • η πολυουρία,
  • η πολυφαγία με απότομη απώλεια σωματικού βάρους,
  • το αίσθημα αδυναμίας και κούρασης.

 

Η εισβολή της νόσου είναι συνήθως απότομη και θορυβώδης. Ο ΣΔ τύπου 2 χαρακτηρίζεται από απουσία κλινικών συμπτωμάτων επί σειρά ετών και βαθμιαία εισβολή της νόσου με παρουσία ήπιας πολυουρίας και πολυδιψίας, ξηροστομίας για αρκετές εβδομάδες ή μήνες πριν την επίσημη έναρξή του, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ΣΔ τύπου 2 εκδηλώνεται με συμπτωματολογία που σχετίζεται με κάποιες από τις επιπλοκές του.

Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη θα πρέπει να παρακολουθούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να αξιολογούνται για πιθανές βλάβες και επιπλοκές και να αντιμετωπίζονται έγκαιρα.

Η σωστή ρύθμιση του διαβητικού ασθενούς αποτελεί επιτακτική ανάγκη και ξεκινά από τις υγιεινοδιαιτητικές παρεμβάσεις και αλλαγή του τρόπου ζωής με την υιοθέτηση συμπεριφορών που αφορούν την άσκηση, την απώλεια βάρους και κατάλληλη διατροφή. Παράμετροι όπως η αρτηριακή πίεση, τα επίπεδα των λιπιδίων πρέπει επίσης να παρακολουθούνται ώστε να διατηρούνται στα κατάλληλα επίπεδα. Η συνύπαρξη με τον σακχαρώδη διαβήτη και άλλων παραγόντων κινδύνου για αρτηριοσκληρυνση όπως το κάπνισμα, η υπέρταση , η υπερλιπιδαιμία κλπ και η μη ορθή αντιμετώπιση τους πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο για τις επιπλοκές.

Η φαρμακευτική αγωγή περιλαμβάνει αγωγή από του στόματος ή ενέσιμη θεραπεία με σύγχρονα φάρμακα που εξατομικεύονται ανάλογα με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του κάθε ασθενή και με τη χρήση των κατάλληλων κατά περίπτωση συνδυασμών ουσιών .

 

Σοφία Π. Πέτρου

Παθολόγος